κροταφιαίος

κροταφιαίος
α, ον, κροταφικός, ή , ό[ν] височный;

κροταφικόν οστούν — височная кость


Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Смотреть что такое "κροταφιαίος" в других словарях:

  • κροταφιαίος — α, ο (AM κροταφιαῑος, αία, ον) αυτός που έχει σχέση με τον κρόταφο. [ΕΤΥΜΟΛ. < κρόταφος + επίθημα ιαῖος (πρβλ. μην ιαίος, ραχ ιαίος)] …   Dictionary of Greek

  • κροταφικός — κροταφικός, ή, ό και κροταφιαίος, α, ο αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον κρόταφο: Αυτά είναι κροταφικά οστά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»